- εκπετησιμος
- ἐκπετήσιμοςἐκ-πετήσῐμος2готовый вылететь (из гнезда), т.е. оперившийся
(νεοττοί Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(νεοττοί Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκπετήσιμος — ἐκπετήσιμος, ον (Α) 1. (για νεοσσό) αυτός που μπορεί να πετάξει 2. (για κοπέλα) η ώριμη για γάμο … Dictionary of Greek
ἐκπετησίμους — ἐκπετήσιμος ready to fly out of the nest masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπετήσιμα — ἐκπετήσιμος ready to fly out of the nest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπετήσιμοι — ἐκπετήσιμος ready to fly out of the nest masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)